Tα καλοκαίρια, όσο ήμουν ακόμα μικρή, δεν καθόμουν σπίτι και ρέμβαζα όπως ίσως όλα τα παιδάκια του χωριού ή έτρεχα στις παραλίες όπως τα ξαδέρφια μου από την Αθήνα, παρά σηκωνόμουν με τους γονείς μου στις 4 το πρωί και πηγαίναμε στα χωράφια για να μαζέψουμε τον καπνό πριν βγει ο ήλιος και μαραθεί. Κατά τις 7 σταματάγαμε το μάζεμα και αρχίζαμε το λεγόμενο αρμάτιασμα το πέρασμα δηλαδή του καπνού σε ειδικό σπάγγο με την βοήθεια της σακοράφας, μιας τεράστιας πλατιάς βελόνας περίπου 60 εκκατοστών. Κατά το μεσημέρι σταματάγαμε το αρμάτιασμα και το ρίχναμε στο φαγοπότι. Σπάνια φέρναμε φαγητό από το σπίτι. Πιο συχνά μαγειρευαμε εκεί κάτι, με πράγματα που μαζευαμε από το κήπο μας και τα οποία ψηναμε στην χόβολη.
Πολλές φορές πάλι κατεβαίναν τα αδέλφια μου στο ποτάμι και μας φέρναν καβούρια για να ψήσουμε ή ψάρια. Εγώ με τις αδελφές μου ήμασταν υπεύθυνες για τις σαλάτες αλλά και για το νερό το οποίο και φέρναμε από μια πηγή εκεί κοντά. Δόξα τω θεό ο τόπος μας ήταν και είναι ευλογημένος και ποτέ δεν μας έλειψε το παραμικρό. Το τραπέζι μας ήταν πάντα πλουσιοπάροχα στρωμένο όσον αφορά στην ποιότητα των υλικών, την νοστιμιά και την φρεσκάδα, κάτι που δυστυχώς δεν εκτιμούσα τότε ιδιαίτερα. Αυτό που μας έλειπε όμως σχεδόν καθημερινά ήταν τα μαχαιροπίρουνα εφόσον κάθε φορά που κατέβαινα με τις αδελφές μου στο ποτάμι για να τα πλύνουμε, τα φερναμε πίσω λειψά με αποτέλεσμα την επομένη να μοιραζόμαστε 3 άτομα το ίδιο κουτάλι η αντί για πιρούνι να χρησιμοποιούμε ξυλάκια.
Πολλές φορές πάλι κατεβαίναν τα αδέλφια μου στο ποτάμι και μας φέρναν καβούρια για να ψήσουμε ή ψάρια. Εγώ με τις αδελφές μου ήμασταν υπεύθυνες για τις σαλάτες αλλά και για το νερό το οποίο και φέρναμε από μια πηγή εκεί κοντά. Δόξα τω θεό ο τόπος μας ήταν και είναι ευλογημένος και ποτέ δεν μας έλειψε το παραμικρό. Το τραπέζι μας ήταν πάντα πλουσιοπάροχα στρωμένο όσον αφορά στην ποιότητα των υλικών, την νοστιμιά και την φρεσκάδα, κάτι που δυστυχώς δεν εκτιμούσα τότε ιδιαίτερα. Αυτό που μας έλειπε όμως σχεδόν καθημερινά ήταν τα μαχαιροπίρουνα εφόσον κάθε φορά που κατέβαινα με τις αδελφές μου στο ποτάμι για να τα πλύνουμε, τα φερναμε πίσω λειψά με αποτέλεσμα την επομένη να μοιραζόμαστε 3 άτομα το ίδιο κουτάλι η αντί για πιρούνι να χρησιμοποιούμε ξυλάκια.
Το απόγευμα, μετά το μεσημεριανό ύπνο κάτω από την μουριά,όλοι σχεδόν παίρναν το δρόμο για το σπίτι. Όλοι, εκτός από μένα και τον έναν από τα αδελφια μου, πότε ο Νίκος πότε ο Λάμπρος, με τον οποίο θα αναλάμβανα υπηρεσία στα ζώα. Εγώ ήμουν κατά κάποιο τρόπο ο μπαλαντέρ, που σημαινε ότι όποιος και να πήγαινε εγώ θα πήγαινα μαζί. Στάνταρ!. Ήθελα δεν ήθελα. Και δεν νομίζω να με παιρναν μαζί επείδη τους ημουν μεγάλη βοήθεια, πιο πολύ μπελάς ημουν εφοσον μετά από κάποιο σημίο έπρεπε να με κουβαλάνε κιόλας, απλά με θέλαν για να μην βαριούντε και για να χουν κάποιον να ταλαιπωρούν.
Αν και αρχικά αντιδρούσα και χτυπιούμουν και έκανα την άρρωστη με το που βρισκόμουν στην κορυφή του Βουνού, παραδόξως τα ξεχνούσα όλα! Γιατί εκεί, πέρα του ότι ήμασταν μέσα στη φύση, κάναμε τα πιο τρελλά παιχνίδια. Ο αδελφός μου ο Λάμπρος, ο οποίος είναι σούπερ τεχνίτης είχε φτιάξει πάνω σε ένα δέντρο ένα ξύλινο σπιτάκι, με μπαλκόνι και ένα δωμάτιο με πάγκο και απο κει αγναντευαμε το κάμπο αλλά και τα γίδια μην τυχόν και μπουν στα ξένα τα χωράφια. Πότε πάλι κόβαμε κλαδιά και κάναμε τους ξιφομάχους ή φροντίζαμε να δέσουμε από την προηγούμενη τα άλογα εκει κοντά για να πάιξουμε ινδιάνοι και καουμπόυδες. Καμιά φορά πάλι συναντούσαμε και άλλα παιδιά με ζώα οπότε ενώναμε τα κοπάδια και παίζαμε όλοι μαζί.
Άλλες φορές πάλι, αφήναμε τα παιχνίδια καταμέρος και αφοσιωνόμασταν στο μάζεμα της ρίγανης για να βγάλουμε κανά φράγκο. Προς το τέλος του καλοκαιριού ερχόταν πάντα ένας έμπορος και μας αγόραζε την ρίγανη την οποία είχαμε πάντα καθαρισμέενη και σε όμορφα μπουκετάκια δεμένη και κομμένη. Με τα χρηματα που μαζέψαμε επί 2 χρονιές συνεχόμενες αγοράσαμε το πρώτο μας ποδήλατο. Ένα κόκκινο καταπληκτικό ποδήλατο, τύπου BMX το οποίο φυσικά δεν άντεξε πολύ με τρία παιδιά επάνω να το καβαλάνε ...συγχρόνως!!!!
Αν και αρχικά αντιδρούσα και χτυπιούμουν και έκανα την άρρωστη με το που βρισκόμουν στην κορυφή του Βουνού, παραδόξως τα ξεχνούσα όλα! Γιατί εκεί, πέρα του ότι ήμασταν μέσα στη φύση, κάναμε τα πιο τρελλά παιχνίδια. Ο αδελφός μου ο Λάμπρος, ο οποίος είναι σούπερ τεχνίτης είχε φτιάξει πάνω σε ένα δέντρο ένα ξύλινο σπιτάκι, με μπαλκόνι και ένα δωμάτιο με πάγκο και απο κει αγναντευαμε το κάμπο αλλά και τα γίδια μην τυχόν και μπουν στα ξένα τα χωράφια. Πότε πάλι κόβαμε κλαδιά και κάναμε τους ξιφομάχους ή φροντίζαμε να δέσουμε από την προηγούμενη τα άλογα εκει κοντά για να πάιξουμε ινδιάνοι και καουμπόυδες. Καμιά φορά πάλι συναντούσαμε και άλλα παιδιά με ζώα οπότε ενώναμε τα κοπάδια και παίζαμε όλοι μαζί.
Άλλες φορές πάλι, αφήναμε τα παιχνίδια καταμέρος και αφοσιωνόμασταν στο μάζεμα της ρίγανης για να βγάλουμε κανά φράγκο. Προς το τέλος του καλοκαιριού ερχόταν πάντα ένας έμπορος και μας αγόραζε την ρίγανη την οποία είχαμε πάντα καθαρισμέενη και σε όμορφα μπουκετάκια δεμένη και κομμένη. Με τα χρηματα που μαζέψαμε επί 2 χρονιές συνεχόμενες αγοράσαμε το πρώτο μας ποδήλατο. Ένα κόκκινο καταπληκτικό ποδήλατο, τύπου BMX το οποίο φυσικά δεν άντεξε πολύ με τρία παιδιά επάνω να το καβαλάνε ...συγχρόνως!!!!
Στο βουνό λοιπόν που πηγαίναμε, ποτέ δεν παίρναμε μαζί νερό ή φαγώσιμα γιατί πάντα ελπίζαμε να βρούμε κάτι εκεί για να φάμε. Κράνα, βατόμουρα, αγριόγκορτσα, φραγκόσυκα σταφύλια και πολλά πολλά σύκα! Σύκα μάυρα, μικρά, μεγάλα, σκουληκιασμένα.... και κυρίως ....ξένα!!!!! Ειδικά μια συκιά που χαμε βρεί και μας ανήκε δικαιωματικά εφόσον την βρήκαμε εμείς πρώτοι και που στεκόταν δίπλα σε ένα σταυλο, , έκανε τα πιο τεράστια σύκα που χω δει ποτέ μου. Μεγάλα σαν γιορμάδες και γλυκά σαν μέλι. Κάθε φορά λοιπόν που είμασταν εκεί κοντά, ανεβάιναμε, τρώγαμε ο καθένας μας απο καμιά δεκαριά και πετούσαμε τις φλούδες πάνω στους τσίγκους της στέγης. Μετά πάιρναμε το δρόμο για την πηγή όπου και συναντούσαμε σχεδόν πάντα τον ιδιοκτήτη της συκιάς και στην ερώτηση του αν ξέρουμε ποιος πάει και τρώει τα σύκα λέγαμε πάντα όχι και ότι να μείνει ησυχος διότι έτσι και τυχόν δούμε ποιος είναι θα του το πούμε οσονούπω.
Συκιές είχαμε και εμείς φυσικά αλλά τότε μας πέφταν λίγο μακριά. Κοντά στο σπίτι-μακριά και όχι κοντά στα γίδια-κοντά. Και δεν είχαμε μια και δύο αλλά καμιά δεκαριά. Το ξένο όμως ήταν πιο κοντά και πιο γλυκό. Τα δικά μας σύκα εφόσον περισευαν ή τα κανε η γιαγια μας η μακαρίτισα λιαστά και τα κυλούσε μετά σε άχνη, ή τα βραζε η μαμά μου σε μούστο και τα φυλούσε μετά σε βάζα. Τα λιαστά δεν μπορώ να πώ ότι μου αρέσαν ιδιαίτερα. Τότε τουλάχιστον. Αυτά σε μούστο όμως ήταν ένα όνειρο. Ότι πιο υπέροχο έχω φάει σε γλυκό κουταλιού. Το βάζαμε πάνω σε γιαούρτι, πάνω από το κεικ, το τρώγαμε σκέτο. Πέρισυ λοιπόν που ο μπαμπάς μου έφτιαξε κρασί, κράτησε μούστο και μου κάναν ένα τεράστιο βάζο από τα αγαπημένα μου σύκα, Ατυχια μόνο που το ξέχασα Καβάλα και τωρα τα χαίρονται άλλοι.
Φτιάχνοντας την παρακάτω τάρτα, είχα ακριβώς αυτά τα σύκα στο μυαλό μου. Δυστυχώς εδώ είναι πολύ δύσκολο να βρει κανεις μούστο οπότε αναγκάστηκα να κάνω κάποιες μετατροπές. Συγκεκριμένα αντί για μούστο χρησιμοποιήσα το σιρόπι που είχα κάνει παλιότερα στα σύκα ποσέ. Αυτή τη φορά διάλεξα ένα πολύ καλό κρασί πόρτο του 97 το οποίο μπορεί να μην ήταν μούστος αλλά η γευση του και το άρωμα του ήμουν σίγουρη ότι θα ήταν πολύ κοντά στο τελικό αποτέλεσμα που είχα στο μυαλό μου. Τελικά το πόσο κοντά ήταν δεν μπορώ να σας πω και αυτό γιατί δεν πρόλαβα να δοκιμάσω ούτε ένα ψίχουλο. Λόγω τιμής. Η τάρτα έγινε το βράδυ και το μεσημέρι της άλλης μέρας που γύρισα απότο γραφείο είχε εξαφανιστεί. . Πάλι καλά δηλαδή που πρόλαβα δηλαδή να την βγάλω φωτογραφια απότο βράδυ. Ο Νίκος μου είπε ότι ήταν το καλύτερο γλυκό που χει φάει μακράν. Οι συνένοχοι του, ο αδελφός μου με την νύφη μου, επίσης. Λυπάμαι που δεν μπορώ να σας δώσω μια πιο προσωπική άποψη επί του θέματος αλλά επειδη ο Νίκος ειναι ο πιο σκληρός κριτής μου σε θέματα μαγειρικής εμπιστευομαι την γνώμη του απόλυτα. Υπόσχομαι όμως σύντομα να το ξαναφτιάξω για να μπορώ να σας πω πιο πολλά. Μπορώ όμως να σας πω για την γευση από το σιρόπι που κάνα με το πόρτο το οποίο ευτυχώς προλαβα και δοκίμασα και ηταν πραγματικά καταπληκτικό. Αν και δεν είμαι φίλος του αστεροειδούς γλυκάνισου, σπάνια έχω δοκιμάσει γλυκά ή φαγητά που να τους ταιριάζει τόσο καλά. Αν βρείτε λοιπόν φρέσκα σύκα φτιάξτε την οπωςκαιδηποτε. Εντωμεταξύ δεν ξέρω κατά πόσο θα μπορούσε κανεις να αντικαταστήσει το πόρτο με μαυροδάφνη. Αν το κάνει κάποιος σας, ας μου πει και μενα πως έγινε.
Πάμε λοιπόν στην συνταγή
Τάρτα με συκα και πόρτο
Για την ζύμη τατιν
Για την ζύμη τατιν
Για την Ζύμη
300 gr. αλεύρι
200 gr. Βούτυρο
130 gr. νερό παγωμένο
3 κουταλιές ζάχαρη
300 gr. αλεύρι
200 gr. Βούτυρο
130 gr. νερό παγωμένο
3 κουταλιές ζάχαρη
Για το σιρόπι με πόρτο
1/2 λίτρο κρασί πόρτο
100 gr. Ζάχαρη μαύρη
1 ξυλάκι κανέλας
1 αστεροειδή γλυκάνισο
επιπλέον
1 κιλό σύκα
2 κουταλιές βούτυρο
2 κουταλιές μαυρη ζάχαρη
1/2 λίτρο κρασί πόρτο
100 gr. Ζάχαρη μαύρη
1 ξυλάκι κανέλας
1 αστεροειδή γλυκάνισο
επιπλέον
1 κιλό σύκα
2 κουταλιές βούτυρο
2 κουταλιές μαυρη ζάχαρη
Αρχικά κάνετε το σιρόπι με το τρόπο που εχουμε ξαναγράψει εδώ και το αφήνετε τουλάχιστον μια ημέρα να καθήσει. Τα αποξηραμένα σύκα δεν είναι απαραίτητο να τα βάλετε. Μπορείτε όμως αν θέλετε να κάνετε το σιρόπι πιο αρωματικό.
Κάνετε τη ζύμη πίσης με το τρόπο που έχουμε ξαναπεί εδώ και την αφήνετε να κρυώσει πολύ καλά.
Βουτυρώνετε μια φόρμα 28-30 εκκατοστών και την πασπαλίζετε με την ζάχαρη. Πλένετε τα φρέσκα σύκα, τα σκουπίζετε καλά και τα κόβετε σε φέτες 1 εκκ. Απλώνετε τα σύκα στην φόρμα αφήνοντας 1 εκκατοστό απόσταση από τα πλαινά της φόρμας. περίχύνετε με το σιρόπι και καλύπτετε με την ζύμη την οποία έχετε ανοίξει σε φύλλο. Πατάτε καλά τα πλαινά ώστε να ακουμπήσουν το πάτο της φόρμας και να σφραγίσουν κατά κάποιο τρόπο τους ζωμούς.
Ψήνετε σε προθερμασμ΄νο φούρνο στους 200 βαθμούς για πέριπου 30 λεπτά. Βγάζοντας την από το φούρνο τοποθετήστε την για μερικά λεπτά επάνω σε μια νωπή πετσέτα. Αφήστε την να κρυώσει και απολαυστε την. Μην περιμένετε την άλλη μέρα!
Kai pinao edo sto "Royal Coconut". Ena kommati me pagoto, parakalo.
ReplyDeleteΤα σύκα μου αρέσουν πάρα πολύ, αν βρω που δεν νομίζω θα προσπαθήσω να την κάνω, το port μπορείς να το αντικαταστήσεις με Μαυροδάφνη, αρκεί να είναι καλή.
ReplyDeleteΦαντάζομαι τη γεύση της αλλά και τη μυρωδιά της. Σλουρπ!
Δεν ξέρω αν θα κάνω την τάρτα αλλά οι μνήμες σου ταιριάζουν περίπου με τις δικές μου, εγώ βέβαια είμαι πολύ μεγαλύτερη κι όταν αυτά τα διηγούμαι σε νέους νομίζουν ότι λέω παραμύθια.
ReplyDeleteΜε συγκίνησες!!!!
Καλή σου εβδομάδα.
Αν δεν το κλέψεις το σύκο δεν είναι νόστιμο! Ευχαριστούμε που μοιράστικες μαζί μας τις μνήμες σου.
ReplyDeleteΚαλησπέρα κι απο μένα :)
ReplyDeleteΛίγο αργα ανακαλυψα το υπέροχο μπλογκ σου και την ακομα πιο υπέροχη, απ οτι φαινεται τάρτα, αλλα καλιο αργα παρα ποτέ...
Λάτρης κι εγω των σύκων γαρ και η ταρτα αυτη με μαγεψε....
Μαλλον βεβαια θα πρεπει να περιμενω μεχρι του χρονου να την κανω, αφου οι συκιες μας δεν εχουν πια συκο ουτε για δειγμα, αλλα οκ... δεν πειραζει.
Ειδα όμως οτι εγραφες κατι για μουστο στο ποστ σου. Επειδη εγω μουστο μπορω να βρω, πώς θα τον χρησιμοποιησω? Στην θεση του σιροπιου, ή καπως αλλιως????